σιοκόμος

σιοκόμος
σῐο-κόμος, ον, [dialect] Lacon. for Θεο-κόμος,
A with hair like the gods, Eup.444 (Meineke for σιωκολλος).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σιοκόμος — with hair like the gods masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιοκόμος — ον, Α (λακων. διόρθ. αντί τ. σιώκολος) αυτός που έχει κόμη όμοια με την κόμη τών θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. τού θεός + κόμος (< κόμη), πρβλ. ὡραιο κόμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”